Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Οι μουσικοί του δρόμου.

Κάθε πρωι που κατηφορίζω την πλ. Αριστοτέλους για να πάω στο γραφείο, εκεί στη γωνία με Βασ. Ηρακλείου, έξω από την Τράπεζα Πειραιώς, ένας άντρας όχι πάνω από 45 παίζει μελωδίες στην κιθάρα του, συνήθως ελληνικά: ρεμπέτικα και λαικά. Μπροστά του έχει ένα κεσεδάκι όπου μαζεύει τις εισπράξεις της ημέρας. Ακουμπισμένοι δίπλα του βρίσκονται οι πίνακες του. Συνήθως ζωγραφισμένα τοπία πάνω σε παλιά παντζούρια. Κάθε απόγευμα ένας γεράκος λίγο πιο πάνω παίζει -λίγο παράφωνα- στο βιολί του, μια από τις αγαπημένες μου μελωδίες το waltz 2 Jazz Suite του Shostakovich. Κάθε φορά την ίδια μελωδία. Παντου σε διάφορες γωνιές μουσικοί του δρόμου, προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην παίζοντας και τραγουδώντας. Δε ξέρω γιατί, αλλά η συγκεκριμένη εικόνα με θλίβει. Περισσότερο και από την εικόνα των άστεγων που κοιμούνται στους δρόμους. Ϊσως γιατί η μουσική έχει τη δύναμη να φτάνει στα βάθη της ψυχής σου, εκεί όπου δε μπορεί να φτάσει η εικόνα που βλέπουν τα μάτια σου, και να αγγίξει ευαίσθητες χορδές, κάνοντας αυτό το περίφημο πνεύμα των Χριστουγέννων να μοιάζει φτωχό και ψεύτικο.

Όταν μια κοινωνία προσπαθεί να πιαστεί από μια χριστιανική γιορτή, ακόμα κι αν θεωρείται η μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή αγάπης, για να πάρει κουράγιο, να σταθεί όρθια και να δώσει απαντήσεις, θεωρώ ότι κάτι κάνει λάθος. Το να ανταλλάσεις ευχές και ευχολόγια είναι μια εύκολη, ανώδυνη -ατομικά κοινωνικά και πολιτικά- διαδικασία, καθυσηχαστική της συνειδήσεως. Επί της ουσίας όμως παραμένει γράμμα κενό, όσο δε συνοδεύεται από πράξεις. Πράξεις αγάπης, όπως προσφορά, αλληλεγγύη και διεκδίκηση δικαιωμάτων, που πρέπει να γίνονται όλο το χρόνο. Σα να έχουμε κάθε μέρα χριστούγεννα.

Ευτυχώς που υπάρχουν οι μουσικοί και η μουσική των δρόμων για να ξυπνάνε αυτά που αφήνουμε να κοιμούνται μέσα μας, μη τυχόν και ξεβολευτούμε από την επίπλαστη ησυχία μας.